-
1 κατά
(κατ;καθ') прав. I με γεν., αιτιατ. 1) (при обознач, направления) к; по;(γεν.) κατά
ηλιού — к солнцу;— тшт.) κατά τον ρούν πόταμου — по течению реки;κατ' ευθείαν прямо;πάω κατά την θάλασσα — идти к морю;
κατά τη δύση — на запад;
γυρισμένος κατά τον τοίχο — повёрнутый к стене;
μου το είπε κατά πρόσωπο — он мне сказал это в лицо;
τα παράθυρα μου βλέπουν κατά το βουνό — мои окна выходят на гору;
κατά πού; — куда?;
κατά πού πας; — куда идёшь?;
κατά πού έκαμε; — куда он направился?;
κατά πού πάει ο δρόμος; — куда ведёт дорога?;
κατά κεί — туда;
κατά δω — сюда!;
2) (при обознач, места) на;(γεν.)
κοιμάται κατά γης — он спит на полу, на земле;ξηρά και θάλασσα — на суше и на море;καθ' όλην την Ελλάδα по всей Греции;3) возле, около;κάθομαι εκεί κατά τον σταθμό — я живу там около вокзала;
II με γεν. против;ομιλώ κατά κάποιου выступать против кого-л.;είμαι κατά τού πολέμου — быть против войны;
υπέρ και κατά за и против;III με αιηατ. 1) (при обознач, времени):κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο — во время мировой войны;
κατά τη συμπλοκή — во время схватки;
κατά την απουσία μου — в моё отсутствие;
κατά τό βραδάκι — вечерком, к вечеру;
κατά го τέλος τού Φλεβάρη — к концу февраля;
κατά τό μεσημέρι — к полудню;
κατά τα μεσάνυχτα — к полуночи;
κατά τίς δέκα — к десяти часам;
κατ' αυτάς в эти дни; на днях;2) в соответствии с, согласно, по;κατά τη γνώμη μου — по моему мнению;
κατά συνθήκην — по договорённости, по (обойдному) согласию;
κατ' εμέ а) по моему мнению; б) по-моему; по мне (разг);κατά τα συνηθισμένα του — по своему обыкновению;
τον νόμο — по закону;κατά τό γράμμα και το πνεύμα τού νόμου — согласно букве и духу закона;
κατά γενικήν απαίτησιν — по общему требованию;
κατά βούληση — по желанию;
κατά τίς περιστάσεις — смотря по обстоятельствам;
κατ' αναλογία в соответствии...;κατά κανόνα — как правило;
κατά ποιόν και κατά ποσόν — по качеству и по количеству;
κατά τό μήκος — по длине;
κατά τό πλάτος — по ширине;
τό ύψος — по высоте;κατά τα ειωθότα — как обычно;
κατ' εκλογήν по выбору, на выбор;κατ' αρχαιότητα по старшинству; 3) (с сущ. без артикля в наречных оборотах для обознач, образа действия или причины):κατά μήκος — вдоль;
κατά πλάτος — поперёк;
κατά λάθος — по ошибке, ошибочно;
κατά τύχην — случайно;
κατά σύμπτωση — случайно, по совпадению;
κατ' ανάγκη по необходимости;κατά μέρος — в сторону;
παίρνω κάποιον κατά μέρος — отводить кого-л. в сторону;
άφησε τα αυτά κατά μέρος — оставь это;
4) (при обознач, разницы):ήμουνα κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερος του — я был на. пятнадцать лет моложе его;
5) (при обознач, сходства, подобия):κατ' εικόνα και ομοίωση по образу и подобию своему; 6) (при обознач, частичности, разделения, распределения):κατά τεμάχια — по кускам;
κατά μέρη — по частям;
-
2 πλάτος
τό1) ширина;με πλάτος πέντε μέτρα — шириной в пять метров;
κατά πλάτος — в ширину;
2) геогр., перен. широта;γεωγραφικό πλάτος — географическая широта;
βόρειον (νότιον) πλάτος — северная (южная) широта
-
3 πλατος
I.3[adj. verb. к πελάω См. πελαω] к которому можно приблизитьсяII.ἐν μήκει καὴ βάθει καὴ πλάτει Plat. — в длину, в глубину и в ширину;
-
4 μήκος
τό1) длина, протяжённость;κατά μήκος — вдоль;
2) продолжительность, длительность;3) перен. пространность (речи и т. п.); 4) геогр. долгота;§ κατά μήκος και κατά πλάτος — а) в длину и ширину; — б) вдоль и поперёк; — всесторонне, детально
См. также в других словарях:
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek